νομομαθεῖς

νομομαθεῖς
νομομαθής
masc/fem acc pl
νομομαθής
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Πανδέκτης — (digesta). Το κυριότερο τμήμα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, του ρωμαϊκού δικαίου. Παλαιότερες νομικές συλλογές με τον τίτλο του «π.» είναι γνωστές, όπως του Λ. Ουλπ. Μαρκέλου (τριανταένα βιβλία πανδεκτών) που έζησε την εποχή της αυτοκρατορίας …   Dictionary of Greek

  • έθιμο — Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • νομολογία — Η πρώτη, γενική σημασία του όρου δηλώνει την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η αρχική λατινική έκφραση juris prudentia υποδήλωνε την ερμηνεία του δικαίου, η οποία στην αρχή γινόταν αποκλειστικά από τους… …   Dictionary of Greek

  • πανδέκτης — (digesta). Το κυριότερο τμήμα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, του ρωμαϊκού δικαίου. Παλαιότερες νομικές συλλογές με τον τίτλο του «π.» είναι γνωστές, όπως του Λ. Ουλπ. Μαρκέλου (τριανταένα βιβλία πανδεκτών) που έζησε την εποχή της αυτοκρατορίας …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος Σεβήρος — (Μarcus Αurelius Severus Alexander, Συρία 208 – 235 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (222 235 μ.Χ.). Γεννήθηκε στη Συρία και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη όταν εξελέγη αυτοκράτορας ο εξάδελφός του Ηλιογάβαλος, ο οποίος τον υιοθέτησε. Παρ’ όλα αυτά, με την… …   Dictionary of Greek

  • Αμπού Χανίφα, ιμπν Ταμπίτ — (Κούφα 699 – Βαγδάτη 767). Άραβας νομομαθής. Αν και η επιστημονική του σκέψη είναι γνωστή κατά κύριο λόγο από τους μαθητές του, ο Α.Χ. θεωρείται ένας από τους επιφανέστερους Άραβες νομομαθείς. Η σχολή, που από αυτόν πήρε το όνομα χανιφιτική,είχε… …   Dictionary of Greek

  • Δημαράς, Νικόλαος — (Ναύπλιο 1856 – Αθήνα 1904). Νομομαθής, δικηγόρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1886. Συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Μονάχου, της Λειψίας και του Γκέτινγκεν, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”